- αρμυρ-
- см. αλμυρ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] … Dictionary of Greek
κηρήθρα — Πίτα από κερί, την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες για την αποθήκευση του μελιού. Επικρέμεται στην οροφή της κυψέλης και αποτελείται από πλήθος μικρά εξάγωνα κελιά, μέσα στα οποία οι μέλισσες τοποθετούν το μέλι. Πολλές φορές, οι μελισσοκόμοι… … Dictionary of Greek
σκίθρα — και σκνίθρα, η, Ν άλλη κοινή ονομασία τής τσουκνίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδη «τσουκνίδα» με προθ. σ και κατάλ. (η) θρα, που απαντά και σε ονομ. άλλων φυτών (πρβλ. καυκαλ ή θρα, αρμυρ ή θρα). Ο τ. σκίθρα με αποβολή τού ν] … Dictionary of Greek